Με ένα τέταρτο μνημόνιο ισοδυναμεί στην πράξη η δέσμευση που προτίθεται να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση για παράταση του δημοσιονομικού κόφτη και μάλιστα με την εξειδίκευση ότι σε περίπτωση αποκλίσεων θα εφαρμόζεται αυτόματη μείωση της έκπτωσης φόρου σε μισθωτούς-συνταξιούχους και αγρότες ή μείωση συντάξεων.
Οι πρώτες εκτιμήσεις για τον υπολογισμό της «προσωπικής διαφοράς» κάνει λόγο για ένα ποσό της τάξεως των 4 δις. ευρώ. Δηλαδή, οι σημερινοί συνταξιούχοι, εξακολουθούν και εισπράττουν τέσσερα δις. ευρώ τα οποία δεν θα εισέπρατταν αν εφαρμοζόταν και γι’ αυτούς ο νόμος Κατρούγκαλου. Τέσσερα δις. ευρώ, αντιστοιχούν περίπου στο 14% της ετήσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης. Άρα, για να καλυφθεί μια δημοσιονομική απόκλιση της τάξεως των 2 δις. ευρώ μέσα από την περικοπή των αποδοχών των συνταξιούχων, θα πρέπει να γίνει οριζόντια μείωση της τάξεως του 10% τουλάχιστον. Και αυτό διότι η μείωση των αποδοχών από τις συντάξεις, πέρα από τη μείωση της κατανάλωσης θα οδηγήσει αυτόματα και σε μείωση των δημοσίων εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος αλλά και την εισφορά αλληλεγγύης που επιβάλλεται στους συνταξιούχους.
Ο νέος κόφτης που θέλει να αποδεχτεί η κυβέρνηση, θα λειτουργεί στην πράξη περίπου όπως και ο υφιστάμενος με μοναδική διαφορά ότι σε περιπτώσεις αποκλίσεων, θα είναι πολύ «στοχευμένες» οι παρεμβάσεις που θα γίνονται. Υπενθυμίζεται ο μαθηματικός τύπος:
α) Εάν η απόκλιση είναι μικρότερη ή ίση με 0,25% του ΑΕΠ, δεν λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής.
β) Εάν η απόκλιση είναι από 0,26% έως και 0,75% του ΑΕΠ, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 0,5% του ΑΕΠ.
γ) Εάν η απόκλιση είναι από 0,76% έως και 1,25% του ΑΕΠ, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 1% του ΑΕΠ.
δ) Εάν η απόκλιση είναι από 1,26% έως και 1,75% του ΑΕΠ, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 1,5% του ΑΕΠ.
ε) Εάν η απόκλιση είναι από 1,76% έως και 2,25% του ΑΕΠ, λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής ύψους 2% του ΑΕΠ.
Αυτός ο τύπος θεσπίστηκε με τη λογική των στόχων του 3ου μνημονίου. Σε περίπτωση παράτασης, είναι πιθανό να μπουν και άλλα κλιμάκια δεδομένου ότι κάθε χρόνο θα πρέπει να παράγεται πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ.