Εκλεκτοί οι δύο σημερινοί προσκεκλημένοι του συγγραφέα-δημοσιογράφου Παύλου Μεθενίτη στα «Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια» του Φεστιβάλ Δράμας που ολοκληρώθηκαν για φέτος: ο πεζογράφος Σωτήρης Δημητρίου και ο θεατρικός συγγραφέας (και στην προκειμένη περίπτωση διηγηματογράφος) Βασίλης Κατσικονούρης. Έργα και των δύο έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια – Δελτίο Τύπου 23/09/2016
H συλλογή διηγημάτων “Η ρωγμή των 7:45 και άλλες ιστορίες» του Βασίλη Κατσικονούρη, ξεκίνησε, όπως εξήγησε ο συγγραφέας, από το ομώνυμο διήγημα. «Ξεκίνησα να το γράφω χωρίς να ξέρω γιατί- όπως συνήθως. Από την θεατρική γραφή γλίστρησα στην πεζογραφία και σκάλισα τα χαρτιά μου για να βρω άλλες ιστορίες που κατά καιρούς είχα γράψει. Το αποτέλεσμα θυμίζει ένα άλμπουμ με μια concept αντίληψη. Δεν μπορεί ούτε να βγει αλλά ούτε και να μπει κάποια άλλη ιστορία. Μου αρέσει που και που να γράφω πεζά. Με ξεκουράζει από την σκληρότητα της θεατρικής γραφής. Στην θεατρική γραφή έχεις πάντα τον φόβο αν αυτό θα έχει προφορικότητα, αν θα σταθεί στο στόμα του ηθοποιού. Ενώ με τα διηγήματα νοιώθεις μεγαλύτερη άνεση γιατί δεν έχεις τέτοιους τεχνικούς περιορισμούς».
Τα διηγήματα της «Ρωγμής» είναι μια περιδιάβαση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. «Σαν μια όμορφη φθινοπωρινή βόλτα».
Ο Σωτήρης Δημητρίου εμπνεύστηκε την δική του συλλογή διηγημάτων από μια φράση της μητέρας του: «Τα όνειρά μου δέλουν», που σημαίνει «τα όνειρά μου πραγματοποιούνται».
«Στο χωριό οι γυναίκες, μέχρι το μεσημέρι καθόντουσαν και διηγούνταν η μια στην άλλη τα όνειρά τους, κυρίως τα κακά –κάτι που σήμερα αποφεύγουμε…», είπε ο γνωστός διηγηματογράφος.
Και θυμήθηκε τα γυρίσματα της ταινίας του αείμνηστου Νίκου Παναγιωτόπουλου «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», που βασίστηκαν σε δικό του έργο. «Ο Νίκος ήθελε να έρθω στα γυρίσματα. Ήταν πολύ ωραία αίσθηση. Αγαπούσε πολύ τους ηθοποιούς -κυρίως λάτρευε τους «κλοσάρ» ηθοποιούς. Κάποια στιγμή είδα κάποια σκηνή και του λέω αυθόρμητα: «Νίκο, όχι έτσι!». Κι εκείνος μου απάντησε: «Εσύ Σωτήρη βλέπε και άκου!». Λίγο αργότερα κατάλαβα: Είδα πως γύρισε τη σκηνή 5-6 φορές, και με τον δικό μου τρόπο. Κι ύστερα σκέφτηκα: θα μου άρεσε καθώς γράφω ο Νίκος να μου λέει «Σωτήρη κάντο έτσι;».
Η συζήτηση ήρθε στο διάσημο «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη. Το θεατρικό έσκισε, αλλά η ταινία του Γ.Σιούγα δεν πήγε τόσο καλά. «Μια εξήγηση είναι πως όταν τελικά προβλήθηκε η ταινία, το θεατρικό εξακολουθούσε να παίζεται και το θέατρο της Βαγενά ήταν γεμάτο. Την ίδια στιγμή στις αίθουσες μπορεί και να έβλεπες 25-30 άτομα».
Σε αντίθεση με την προσέγγιση του Σωτήρη Δημητρίου, ο οποίος δεν θέλει να παρεμβαίνει καθόλου στο έργο των σκηνοθετών («Αυθαιρετείτε!» είναι το μότο του), ο Βασίλης Κατσικονούρης παρεμβαίνει δυναμικά. «Φέτος μάλιστα αποφάσισα να σκηνοθετήσω ο ίδιος το έργο μου «Καγκουρό», οπότε γλιτώνω και τους καβγάδες με τους σκηνοθέτες! Στο σινεμά βέβαια κατάλαβα πως τα πράγματα λειτουργούν κάπως διαφορετικά, διότι πρέπει να υπακούς και σε κάποιους κινηματογραφικούς κανόνες».
Και οι δύο συμφώνησαν πως ο ρόλος του σεναριογράφου, που είναι ριγμένος, πρέπει να αναβαθμιστεί, όπως γίνεται στο εξωτερικό. «Εδώ τους θεωρούμε τους χειρώνακτες του σινεμά», υπογράμμισε ο Β.Κατσικονούρης. «Πρέπει να αλλάξει αυτό. Και ίσως θα βοηθούσε αν οι σκηνοθέτες ασχολούνταν περισσότερο με την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Κι αν οι συγγραφείς εμπλέκοντο στην συγγραφή του σεναρίου αυτό θα αναβάθμιζε το σενάριο. Ίσως να ήταν μια απάντηση στο γιατί δεν γράφονται καλά σενάρια».
«Οι σκηνοθέτες έχουν ένα μούδιασμά απέναντί μας», συμφώνησε και ο Σ.Δημητρίου που λίγο αργότερα θυμήθηκε τα λόγια του Νίκου Παναγιωτόπουλου πως σε μια ταινία, η ιδέα ενός βιβλίου ανατρέπεται τρεις φορές: στην γραφή του σεναρίου, στο γύρισμα και στο μοντάζ…
Έτσι κι αλλιώς, προσέθεσε, φιλοσοφώντας το πράγμα, «όλα θα γίνουν σκόνη κάποια στιγμή». Ωστόσο, σε κλίμα ευφορίας που παρέσυρε το κοινό, παραδέχτηκε πως ένας από τους λόγους που ξεκίνησε να γράφει ήταν για να δελεάσει το άλλο φύλο: «Το κάνουν ξέρετε αυτό οι καημένοι οι άντρες για να γίνουν αξιέραστοι. Και τελικά αρρωσταίνουν…».
Ο Βασίλης Κατσικονούρης μίλησε για την έμπνευση που αντλεί από τους μαθητές του (σ.σ. είναι καθηγητής αγγλικών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση): «Βλέπεις λαμπρά μυαλά που κατά 90% θα χαθούν, μέχρι τους αυριανούς φουκαριάρηδες… Τα παρατηρώ σε αυτήν την κρίσιμη ηλικία, που είναι στο τσακ να απωλέσουν αυτήν την καθαρότητα στο πνεύμα τους. Στα έργα μου μιλώ συχνά για την απώλεια της αθωότητας».
Σε ερώτημα πότε βάζουν οριστική τελεία στο γραπτό τους, ο Βασίλης Κατσικονούρης είπε ότι αυτό συμβαίνει όταν βλέπει πια το χαρτί σαν ένα τοίχο απ’ όπου σιγά σιγά ξεπροβάλλουν χέρια και πρόσωπα που τον σπρώχνουν, όπως στο «Ηellraiser»! Ενώ ο Σωτήρης Δημητρίου πλάθει την εξής εικόνα: «Φαντάζομαι μια κορασίδα 300 χρόνια αργότερα να διαβάζει το διήγημά μου σε ένα λαπτοπ»…
Ακολουθεί αυτούσια η σημερινή παρουσίαση του Παύλου Μεθενίτη για τους δύο συγγραφείς
“Η ρωγμή των 7:45 και άλλες ιστορίες”, του Βασίλη Κατσικονούρη, διηγήματα, από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Φίλες και φίλοι, είχα την τιμή, πριν από λίγο καιρό, να πάρω συνέντευξη από τον Βασίλη Κατσικονούρη για το, ας πούμε, ιδιάζον επώνυμό του, στο πλαίσιο μιας ραδιοφωνικής εκπομπής που επιμελούμαι. Δεν είχαμε ξαναμιλήσει ποτέ. Όταν λοιπόν τον ρώτησα για το “κατσικώδες” του επιθέτου του, και για το αν είχε αντιμετωπίσει προβλήματα εξαιτίας του, ο Βασίλης Κατσικονούρης μου απάντησε: “ξέρετε, κύριε Μεθενίτη, το αληθινό μου όνομα είναι Παπαδόπουλος, αλλά το άλλαξα σε Κατσικονούρης, γιατί είναι πιο εύηχο…” Αυτή η εκπομπή, ήταν από τις καλύτερές μου.
Φίλες και φίλοι των Αίθριων Λογοτεχνικών Μεσημεριών, που το Φεστιβάλ Δράμας επιμένει να διοργανώνει, θέλω να δηλώσω ευθύς εξαρχής στην παρουσίασή μου, πως ο Βασίλης ο Κατσικονούρης έχει οξύ πνεύμα. Και ξέρετε γιατί; Επειδή εδώ και χρόνια το ακονίζει στη φωτιά της μάχης, κυρίες και κύριοι, στην πρώτη γραμμή της Παιδείας, στη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπου ο Βασίλης υπηρετεί ως καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας.
Υποθέτω πως χωρίς χιούμορ, χωρίς αυτή την παιγνιώδη ματιά απέναντι στην τραγικότητα της καθημερινότητας, δεν τη βγάζεις καθαρή στα δύσκολα. Και, εν προκειμένω, μιλάμε για πολύ δύσκολα: εκτός από το εκπαιδευτικό έργο, ο Κατσικονούρης βρήκε το χρόνο, τη νοητική ενάργεια και τη ψυχική ορμή να κάτσει και να γράψει έναν ποταμό έργων του Λόγου: τελείως ενδεικτικά να αναφέρω το συγκλονιστικό “Γάλα”, που, μετά από τον θρίαμβό του στο σανίδι, έγινε και ταινία. Γενικά, τα θεατρικά και τα μυθιστορήματά του έχουν κάνει αίσθηση, έχουν μεταφραστεί και μεταφερθεί στην αλλοδαπή, αλλά το κυριότερο, έχουν συγκινήσει και συνεγείρει πολλούς.
Όσο όμως ο Βασίλης έγραφε, δεν σταμάτησε να διδάσκει. Όλη αυτή η μάχη η ανειρήνευτη, για να γίνουν οι μαθητές του Βασίλη καλύτεροι άνθρωποι, φυσικά έχει περάσει και στην τέχνη του. Σ’ αυτό τον τόμο διηγημάτων που σας παρουσιάζω σήμερα, με τίτλο “Η ρωγμή των 7:45 και άλλες ιστορίες”, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, η καθηγητική ιδιότητα του συγγραφέα είναι προφανής. Ένα κείμενο, με τίτλο “Βάθης”, αφιερώνεται από τον συγγραφέα στους μαθητές τού “6ου Εσπερινού Γυμνασίου Αθήνας, τις χρονιές 2002, 2003 και 2004”. Δεν είναι διήγημα – είναι ένα μικρό αυτοβιογραφικό κείμενο, μια ιστορία του Κατσικονούρη για τον εαυτό του και τους μαθητές του, που όμως έχει μια δυνατή θεατρικότητα – ο αναγνώστης παρατηρεί το δάσκαλο να ανοίγει και να οριοθετεί ένα δίαυλο επικοινωνίας με εκείνα τα παιδιά που έχουν “σκληρά, φαγωμένα χέρια”, καθώς μαθαίνει πως κέρδισε ένα κρατικό βραβείο για κάποιο θεατρικό έργο του.
Σ’ αυτά τα διηγήματα λοιπόν, ο Κατσικονούρης μυθοποιεί τον εαυτό του, αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο, τον εαυτό του και το έργο του, τη διδασκαλία, εντός του περιβάλλοντός του, που είναι ο σχολικός χώρος. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ο συγγραφέας στοχάζεται. Τί θα γινόταν, αναρωτιέται, αν άνοιγε μια ρωγμή σε μια σχολική αίθουσα; Αν εμφανιζόταν, ως διά μαγείας μια χαραμάδα στον γνωστό χωρόχρονό μας, στην αφόρητα μονότονη και γραμμική ζωή μας, όπου οι συγκινήσεις, τα όνειρα και οι επιθυμίες μας συμπιέζονται, φίλες και φίλοι, και ασφυκτιούν;
Ο Κατσικονούρης, κυρίες και κύριοι, ολόκληρος μέσα στα διηγήματά του, μιλά με τρυφερότητα, ανθρωπιά και χιούμορ για την ανθρώπινη συνθήκη, την θνητότητά μας αλλά και ό,τι τη δικαιώνει, ό,τι την εξευγενίζει, κάνοντάς την κάτι παραπάνω από ένα απλό βιολογικό φαινόμενο.
Στο επιλογικό κομμάτι του βιβλίου, με τίτλο “Το ελαφάκι”, ο Βασίλης γράφει: “Κι ύστερα η ρωγμή κλείνει πάλι. Εμείς από δω, κι από κει ποιος να ξέρει τι. Ό,τι λείπει στον καθένα. Ίσως και γι’ αυτό, στις φωτογραφίες που μας έρχονται από τον Παράδεισο και είμαστε όλοι μαζί, κρατάμε ο καθένας και κάτι που πήραμε ο ένας από τον άλλο κι έχουμε βρεθεί πάλι εκεί για να το επιστρέφουμε στον ιδιοκτήτη του. Εγώ το ελαφάκι της Χαρούλας, ένας άλλος ένα αρκούδι και κάποιος άλλος εκείνο το κουρελάκι το δικό μου… Ναι, ίσως αυτό να είναι ο Παράδεισος, ένας τόπος όπου γυρίζουμε και αντιγυρίζουμε ό,τι πήραμε από τους άλλους σε αυτήν εδώ τη ζωή και όλοι μαζί να γινόμαστε όπως τότε… Με τα φιλιά μας να μοσχοβολάνε φρουτόκρεμα και γάλα… Ξανά.”
Φίλες και φίλοι, ένα άλλο από τα έντεκα διηγήματα του βιβλίου, έχει τον τίτλο “Απομαγνητισμός” και μιλάει, μεταξύ άλλων, και για μια παλιά κασέτα. Υποθέτω πως οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στο Φεστιβάλ, σκηνοθέτες, συντελεστές και ηθοποιοί, ξέρουν βέβαια τί είναι μια κασέτα, αλλά θεωρητικά. Ασφαλώς γνωρίζουν ότι έιναι ένα μέσο καταγραφής ήχου, που έπαιζε σε κάτι ογκώδη μηχανήματα ονόματι κασετόφωνα. Πιθανότατα έχουν ψαχουλέψει με δέος και θυμηδία τις κασέτες του μπαμπά και της μαμάς στο πατάρι, του στιλ “για κοίτα πώς ακούγαν μουσική, τότε, την Πλειστόκαινο εποχή, πριν από τα έξυπνα κινητά και τα i-pod”. Σίγουρα όμως δεν έχουν νιώσει αυτή τη λαχτάρα που περιγράφει ο Κατσικονούρης στο διήγημά του: να κοιτάς τις κασέτες σου, που είναι δώρα, γραμμένες “από χέρι” που λένε, αφιερωμένες σε σένα από ένα πρόσωπο, γεμάτες συναίσθημα και πάθος, και να αναρωτιέσαι εάν παίζουν ακόμα, εάν τα τραγούδια ακούγονται ή εάν έχουν σβηστεί με τα χρόνια. Εάν έχουν “απομαγνητιστεί”, εάν έχουν πεθάνει. Ο συγγραφέας, βάζει, πολύ πονηρά, ένα ζευγάρι εισαγωγικά στο γράμμα νι της λέξης “απομαγνητισμός”, κάνοντάς της να διαβάζεται “απομαγητισμός”.
Η μαγεία, φίλες και φίλοι. Η μαγεία της καθημερινής ζωής, αυτό το φευγαλέο και απροσδιόριστο κάτι, αυτή η ζείδωρη πνοή που δίνει αξία στη ζωή μας, που ραφινάρει τα αισθήματά μας, που αποσαφηνίζει τις σκέψεις μας. Αυτή η μαγεία, φίλες και φίλοι, είναι το προνομιακό πεδίο του Βασίλη και της τέχνης του. Κι ένας θεός ξέρει πόσο χρειαζόμαστε τέτοια βιβλία και τέτοιους ανθρώπους αυτή την εποχή, που ο ζόφος απειλεί να καταβροχθίσει το φως.
Όμως, φίλες και φίλοι, η Τέχνη, η μουσική, η γλυπτική, η ζωγραφική, ο χορός, το θέατρο, και βέβαια η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος είναι αυτά που μας προφυλάσσουν από τον απομαγητισμό και τον απομαγνητισμό της ζωής μας. Στην Οκτάνα ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε γράψει: “εν όψει όλως των καιρών / εν όψει όλων των εκτάσεων / μια πρώτη μέρα προχωρεί”. Ο Κατσικονούρης μας βοηθά να ετοιμαστούμε, ώστε να υποδεχτούμε αυτή την πρώτη μέρα όπως της αξίζει.
“Τα όνειρα μού δέλουν”, του Σωτήρη Δημητρίου, διηγήματα, από τις εκδόσεις Πατάκη
Φίλες και φίλοι, τα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας έχουν την ευχαρίστηση να σας παρουσιάσουν τον κύριο Σωτήρη Δημητρίου.
Ωραία, και τώρα που είπα αυτά τα τυπικά, όσο θα σας μιλώ για τον συγγραφέα των διηγημάτων “Τα όνειρά μου δέλουν”, από τις εκδόσεις Πατάκη, σας καλώ να βάλετε να παίζει μέσα στο μυαλό σας ένα ηπειρώτικο κλαρίνο. Φανταστείτε το να σολάρει, να υψώνεται και να πέφτει, να υποχωρεί και να τινάζεται, να γίνεται πότε τρυφερό και καταδεκτικό, και πότε άγριο, περήφανο και απρόσιτο, σαν να είναι η φωνή του ίδιου του τόπου, της Ηπείρου, σαν να ακούτε δυο αντικριστές χιονισμένες κορφές να συνομιλούν. Φανταστείτε το να βρίζει, να οργίζεται, να καλοπιάνει, να γελά, να αναπολεί, να βογκά, ακούστε το μέσα στο κεφάλι σας να μιλά για τον έρωτα, τον θάνατο, τη ξενιτιά, τη δυστυχία, τον πόθο, τη χαρά και τη βία.
Ε, αυτή είναι η τέχνη, ή μάλλον η ψυχή της τέχνης του Δημητρίου. Θα μπορούσα να τελειώσω εδώ την παρουσίασή μου και να τα είχα πει όλα τα ουσιώδη, αλλά θα σας ταλαιπωρήσω ακόμα λίγο, για να καλύψω κάποιες λεπτομέρειες.
Λοιπόν, ο κύριος Σωτήρης Δημητρίου, στο βιογραφικό του, στο αυτί του βιβλίου του, αναφέρεται πως γεννήθηκε το 1955 στη Θεσπρωτία. Αυτό, και τέλος. Λες και η και η δήλωση της ηπειρώτικης καταγωγής του εμπεριέχει όλα όσα χρειάζεται κάποιος αναγνώστης να γνωρίζει για το ποιόν, το βίο και την πολιτεία του ανδρός. Το βιογραφικό δεν λέει πως ο Σωτήρης Δημητρίου είναι πολυβραβευμένος, πως έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά, ή πως έχουν γίνει ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, όπως, ας πούμε τα φιλμ “Αμέρικα” του Καρύδα, “Απ’ το χιόνι” του Γκορίτσα και “Τα οπωροφόρα της Αθήνας” του μακαρίτη του Νίκου του Παναγιωτόπουλου, που είχα τη ξεχωριστή τιμή να τον έχω δίπλα μου, στα περσινά Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια.
Λοιπόν, τίποτα απ’ όλα αυτά δε λέει το βιογραφικό του Δημητρίου, και ίσως να μην χρειάζεται, γιατί με το που θα ανοίξει το βιβλίο του ο αναγνώστης, αυτό που παρουσιάζω σήμερα, ή κάποιο από τα παλιότερα ποιήματα, διηγήματα ή μυθιστορήματα, όπως το βιβλίο “Τους τα λέει ο Θεός”, αρχίζουν τα όργανα, φίλες και φίλοι, ή μάλλον το ηπειρώτικο κλαρίνο, που σας είπα προηγουμένως.
Να πω κατ’ αρχήν για τη γλώσσα, για το ύφος: πάλι το παράδειγμα του κλαρίνου θα χρησιμοποιήσω. Λοιπόν, η γλώσσα του Δημητρίου είναι τραχιά, απλάνιστη, χωριάτικη, αλλά ενίοτε καλλιεπής, καλλιεπέστατη θα έλεγα, με κάποιες ελάχιστες, λόγιες, χρυσοποίκιλτες εκφράσεις, που λάμπουν μέσα στο γραπτό λόγο, σαν να βλέπεις ένα γιορντάνι με φλουριά πάνω σε ένα σιγκούνι του αργαλειού…
Ιδιαίτερα στο βιβλίο “Τους τα λέει ο Θεός”, που πρωτοεκδόθηκε από το Μεταίχμιο το 2002 και επανεκδόθηκε από τον Πατάκη φέτος, η γλώσσα είναι γεμάτη ιδιωματισμούς ηπειρώτικους, τόσο, που ακόμα κι εγώ, που έλκω την καταγωγή μου από ένα χωριό του Πωγωνίου, είχα άγνωστες λέξεις, κυρίες και κύριοι…
Ωστόσο ο Σωτήρης Δημητρίου δεν είναι ότι έχει κάτι εναντίον του αναγνώστη, αναγκάζοντάς τον να διαβάζει τα βιβλία του με το λεξικό δίπλα… Είναι ότι έτσι μιλούν οι ήρωές του, φίλες και φίλοι, έτσι εκφράζουν τις σκέψεις τους οι κάτοικοι των ορεινών ηπειρώτικων χωριών, αυτή την ιδιόλεκτο χρησιμοποιούν, που ξενίζει τα αθηναίικα αυτιά, που καμιά σχέση δεν έχει με τη μελωδική, κελαρυστή ντοπιολαλιά των Επτανησίων, ας πούμε, αλλά που είναι τόσο εκφραστική, όπως κι η μουσική της Ηπείρου. Είναι σαν να ακούς τις νότες του κλαρίνου ως φθόγγους όχι του μουσικού, αλλά του έναρθρου λόγου. Ενός λόγου, που είναι κληρονομιά του Ομήρου – “δέλουν” θα πει δηλούν, φανερώνουν…
Οι ήρωες του Δημητρίου, και στα δυο βιβλία, απέχουν πολύ από το να είναι ήρωες, με την κλασική σημασία της λέξης, φίλες και φίλοι. Απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι είναι, που όμως ξαφνικά αγριεύουν και εκρήγνυνται. Το πάθος, το άγριο και σφοδρό συναίσθημα αυτών των ανθρώπων που ζουν στα διηγήματα του Σωτηρίου, ενίοτε φτάνει και σε περιοχές που όλες σχεδόν οι κοινωνίες, και όχι μόνο η ηπειρώτικη, θεωρούν ταμπού, όπως είναι η αιμομιξία.
Ο συγγραφέας, ανήλεος, τους βάζει τη μια στιγμή να σεργιανίζουν αμέριμνοι, και την επόμενη να γυρίζουν τα μέσα έξω, εκθέτοντας στον φρικαρισμένο θεατή τα ψυχικά τους σπλάχνα. Κι ύστερα, με ένα τσάκισμα της μουσικής, με μια στροφή του λόγου, με ένα αμφίσημο βλέμμα του συγγραφέα, η ιστορία, η μικρή ιστορία των ηρώων τελειώνει, κόβεται απότομα, και πάμε μετά στο επόμενο σκοπό, στον επόμενο ρυθμό που θα αφηγηθεί η γραφίδα του Δημητρίου, μια πένα σαν κλαρίνο, με κλειδιά, επιστόμιο και καμπάνα.
Εάν στο μυθιστόρημα το πλέξιμο, το κέντημα θα έλεγα, των δράσεων των ηρώων στον αργαλειό του χρόνου τους, είναι απολαυστικό, με μοτίβα από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, τη Βόρειο Ήπειρο, και τους πρώτους Αλβανούς φυγάδες μετά το άνοιγμα των συνόρων στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, στα διηγήματα αυτή η διεργασία είναι ακόμα πιο συμπυκνωμένη – μιλάμε για λεπτοδουλειά.
Αυτοί οι απλοί συνηθισμένοι άνθρωποι που λέγαμε, καμιά φορά φαντάζουν σαν τέκνα του παραλόγου, φαίνονται σουρεαλιστικοί, οτιδήποτε άλλο εκτός από “κανονικοί”, εντός εισαγωγικών. Μιλούν παράξενα και κάνουν παράξενες πράξεις, που φέρνουν παράξενα αποτελέσματα. Όμως όλα αυτά δεν γίνονται για να ψαρώσει ο αναγνώστης – γίνονται, το ξανάπα, κατά τη γνώμη μου, επειδή έτσι ακριβώς τους έπλασε η φαντασία του δημιουργού, αντλώντας από το απόθεμα της Ηπείρου, δρουν έτσι όπως δρουν, επειδή δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο, τέτοιοι που είναι.
Φίλες και φίλοι, υπάρχουν συγγραφείς που μιμούνται, και συγγραφείς που δημιουργούν. Κάποιοι πουλούν εξωτισμό, πουλούν χαμένες πατρίδες, ένδοξο παρελθόν ή τη μαγεία της Ανατολής, υποκρινόμενοι καλά, μιμούμενοι επαγγελματικά ό,τι έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, τουλάχιστον γι’ αυτούς. Είναι σαν να ακούς ζωντανεμένο λεξικό, είναι σαν να βλέπεις δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ.
Το πόνημά τους μπορεί να μας νανουρίσει στην παραλία ή στο μετρό, αλλά είναι ντεμέκ, ψεύτικο, είναι το λογοτεχνικό ισοδύναμο ενός χάμπουργκερ.
Στους αντίποδες αυτών κινείται ο Σωτήρης Δημητρίου. Σου λέει, αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι, έτσι μιλούν, αυτό κάνουν, άκουσέ τους. Όπως στο ηπειρώτικο κλαρίνο, εάν έχεις τις εγκεφαλικές συνάψεις για να αποκρυπτογραφήσεις, για να ξεφλουδίσεις άμεσα το λυγμό του, έχει καλώς, εάν δεν το ‘χεις, μην μπαίνεις στον κόπο. Ποτέ δεν πρόκειται να νιώσεις αυτή την εκλεκτή συγκίνηση που προκαλεί ο ηπειρώτικος πολιτισμός, όπως ας πούμε, αυτό που νιώθεις όταν βλέπεις ένα μονότοξο γιοφύρι τριών αιώνων να διαγράφει μια αέρινη, ωστόσο στιβαρή και ακατάλυτη πέτρινη καμπύλη πάνω από ένα φουσκωμένο ποτάμι.
Εάν δεν το έχεις μέσα σου, το κείμενο, όπως και η μουσική που λέγαμε, θα είναι ξένο και σιωπηλό, και οι λέξεις δεν θα μεταφράζονται άμεσα σε πάθη ανθρώπινα, αλλά θα παραμείνουν ακατάληπτα ίχνη μαύρης μελάνης σε λευκό χαρτί. Σαν μισοσβησμένες πατημασιές πάνω στο χιόνι, ή σαν όνειρα, που δεν δέλουν τίποτα.