Μπορεί να φαίνεται αυτονόητο αλλά η επικοινωνία, ένα από τα βασικότερα συστατικά μίας υγιούς σχέσης, απαιτεί από εμάς να δηλώνουμε ξεκάθαρα τις ανάγκες και τα προβλήματά μας στον/στην σύντροφό μας. Καθώς δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε πραγματικά τι σκέφτεται ο άλλος, ο μόνος τρόπος είναι να ρωτήσουμε και καθώς ούτε ο σύντροφός μας (όσο κι αν θα το θέλαμε) μπορεί μαγικά να γνωρίζει τις επιθυμίες μας, ο μόνος τρόπος για να γνωστοποιήσουμε τις ανάγκες μας είναι το να τις εκφράσουμε.
Μπορεί να φοβόμαστε ότι το να θέσουμε όρια και να εκδηλώσουμε τις ανάγκες μας είναι εγωιστικό ή επικίνδυνο. Μπορεί να πιστεύουμε ότι είμαστε ήδη πολύ τυχεροί που μας ανέχεται ο/η σύντροφός μας, παρά τα όσα ελαττώματά μας οπότε και μία τέτοια πρακτική ίσως φοβόμαστε ότι θα τον/την οδηγήσει να μας απορρίψει. Μπορεί επίσης να θεωρούμε ότι εκείνος/εκείνη γνωρίζει αυτό που έχουμε ανάγκη, αυτό που σκεφτόμαστε κι αυτό που επιθυμούμε αλλά δεν μας το δίνει μόνο και μόνο για να μας πληγώσει, από εγωισμό, από θυμό και εκδικητική διάθεση για κάποια προηγούμενη διαφωνία μας.
Γιατί περιμένουμε να διαβάζουν οι άλλοι, το μυαλό μας;
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμα λόγος που μπορεί να μην είμαστε διατεθειμένοι να εκφράσουμε τις ανάγκες μας. Περιμένουμε ίσως οι άλλοι να τις μαντέψουν και να τις σεβαστούν γιατί μόνο τότε θα μας δείξουν πραγματικά ότι νοιάζονται για εμάς. Πώς όμως περιμένουμε οι άλλοι να διαβάζουν το μυαλό μας; Γιατί επιμένουμε να μην εκφράζουμε στους άλλους αυτό που θέλουμε ακόμα κι αν αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να το γνωρίσουν;
Για άλλη μία φορά, μέρος της απάντησης βρίσκεται στο μακρινό παρελθόν μας. Όταν ήμασταν βρέφη και για τα επόμενα λίγα χρόνια, βρισκόμασταν στη δυσάρεστη κατάσταση να μην μπορούμε να φροντίσουμε τον εαυτό μας αλλά ούτε και να εκφράσουμε επαρκώς τις ανάγκες μας οπότε και οι φροντιστές μας προσπαθούσαν να μαντέψουν τι χρειαζόμαστε. Με τον τρόπο αυτόν μας έδειχναν την αγάπη τους, κάτι που όμως κατάφερναν γιατί οι ανάγκες μας ήταν απλές, τροφή, προστασία, επαφή. Αυτή η πεποίθηση μπορεί να μας συντροφεύει και τώρα, παρότι είμαστε πλέον πολύ πιο περίπλοκοι και οι ανάγκες μας πολύ πιο εκλεπτυσμένες και εξεζητημένες.
Οι ανάγκες αποκαλύπτονται με την πάροδο του χρόνου
Επιπλέον, η ανατροφή μας και οι πρώιμες παιδικές και εφηβικές μας εμπειρίες, μας έχουν δημιουργήσει κάποια στάνταρ σύμφωνα με τα οποία προσπαθούμε να μετρήσουμε το πόσο ταιριάζουμε με τους άλλους ανθρώπους. Στην αρχή μίας σχέσης ίσως όλα να φαίνονται τέλεια όμως με τον καιρό μπορεί να ανακαλύπτουμε ανάγκες μας στις οποίες ο/η σύντροφός μας δεν μας καλύπτει, «γιατί δεν με φιλάει όταν φεύγει από το σπίτι», «παίζει παιχνίδια στον υπολογιστή ενώ είναι ολόκληρος άντρας», «δεν φροντίζει αρκετά το παιδί μας», «δεν βγαίνουμε αρκετά έξω», «δεν κάνουμε αρκετό σεξ», «αδιαφορεί για το αν ικανοποιούμαι στο κρεβάτι» «δεν κρατιόμαστε χέρι-χέρι στις βόλτες», «δεν με ρωτάει για το πως πέρασα τη μέρα μου».
Πολλά από αυτά τα προβλήματα μπορεί να μας φαίνονται ασήμαντα όμως κρατώντας τα μέσα μας συσσωρεύονται μέχρι που μία μέρα έρχεται η έκρηξη. Έχουμε μάθει να μην εκφράζουμε τον θυμό μας γιατί είναι ένα αρνητικό συναίσθημα μέχρι τη στιγμή που έχει συσσωρευτεί τόσος πολύς που δικαιολογούμε τον εαυτό μας γιατί δεν είχαμε τον έλεγχο του ξεσπάσματος.
Ακόμα και όταν αποφασίσουμε να επικοινωνήσουμε με τον άλλον, μπορεί να μην εκφράσουμε τελικά αυτά που νιώθουμε ούτε κι αυτά που θέλουμε παρά μόνο με συγκεκαλυμμένο τρόπο, «πάλι άργησες, ήσουν στη δουλειά όλη μέρα και με άφησες μόνη/ο, δεν νοιάζεσαι για μένα». Αυτό που νιώθουμε είναι εγκατάλειψη, θέλουμε την προσοχή και την τρυφερότητα του/της συντρόφου μας, θέλουμε να μας δείξει ότι νοιάζεται, ότι μας αγαπά και ότι μας δίνει περισσότερη αξία από τη δουλειά, όμως αντί να εκφράσουμε το πως νιώθουμε και το τι χρειαζόμαστε, αυτό που κάνουμε είναι να αξιολογούμε τις πράξεις του/της και να βγάζουμε συμπεράσματα θεωρώντας κι εμείς κατά κάποιον τρόπο πως ξέρουμε τι σκέφτεται χωρίς όμως να μας το έχει πει.
Καθώς οι ανάγκες μας δεν καλύπτονται, μπορεί να υιοθετούμε μία θυμωμένη στάση, φωνάζοντας ή κλαίγοντας ακριβώς όπως όταν ήμασταν παιδιά. Το «δεν νοιάζεσαι για μένα» σημαίνει «θα ήθελα, έχω ανάγκη να νοιάζεσαι για μένα» όμως μέχρι να εκφράσουμε αυτήν μας την επιθυμία, όχι μόνο ο/η σύντροφός μας δεν θα γνωρίζει τι είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε αλλά θα υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παρερμηνεύει τη συμπεριφορά μας, κάτι που θα μας οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση.